- ἐρίδαινε
- ἐριδαίνωwranglepres imperat act 2nd sgἐριδαίνωwrangleimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουρότερος — κουρότερος, έρα, ον (Α) [κούρος] 1. νεώτερος, νεανικότερος («μηδ ἐρίδαινε μετ ἀνδράσι κουροτέροισιν», Ομ. Οδ.) 2. (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως θετικός βαθμός) νέος, κούρος … Dictionary of Greek